- συμφέρω
- ΝΜΑ [φέρω]1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.)2. απρόσ. συμφέρειείναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν ὑπὸ στένει», Αισχύλ.)3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συμφέρων, -ουσα, -ονεπωφελής, χρήσιμος (α. «συμφέροντες όροι» β. «συμφέρουσα πρόταση» γ. «ἔστιν... ἡσυχία... συμφέρουσα τῇ πόλει», Δημοσθ.)αρχ.1. φέρνω στο ίδιο σημείο, συγκεντρώνω («ἐς τὠυτὸ συμφέροντες διηκόσια τάλαντα ἀπαγίνεον», Ηρόδ.)2. συνεισφέρω, δίνω τη συνεισφορά μου (α. «πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα», Αισχύλ.β. «συμφέρειν ἐκ πάντων γόους», Ευρ.)3. φέρνω κάποιον αντιμέτωπο, σε σύγκρουση με κάποιον άλλο («ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς», Αισχύλ)4. αρμόζω, ταιριάζω («πόλιν ᾗ μήτε χλαῑνα, μήτε σισύρα συμφέρει», Αριστοφ.)5. συμφωνώ, εναρμονίζομαι με κάτι («τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῑς ἐμοῑς κακοῑς», Σοφ.)6. συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον («ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ», Αριστοφ.)7. συμμορφώνομαι με τη γνώμη κάποιου, υποχωρώ σε κάποιον («τῷ γὰρ χρόνῳ νοῡν ἔσχον ὥστε συμφέρειν τοῑς κρείττοσιν», Σοφ.)8. φέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ἵππος ὅπλον συμφέρει», Ξεν.)9. υποφέρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («ἐγώ σοι πένθος συνοίσω», Ευρ.)10. ανέχομαι, συγχωρώ («ὀργὰς ξυνοίσω σοιγεραιτέρα γὰρ εἶ», Αισχύλ.)11. (μέσ. και παθ.) συμφέρομαια) (για ποταμό) συμβάλλωβ) φέρομαι, κινούμαι μαζί («ἀστράσι μήνη συμφέρεται», Μαν.)γ) γραμμ. συντάσσομαι («συμφέρονται αἰτιατικῇ», Απολλ. Δύσκ.)δ) συμφωνώ ως προς τον τύπο («συμφέρομαι φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς», Απολλ. Δύσκ.)ε) συναντώμαι με κάποιον («ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος», Θεόκρ.)στ) συναντώ κάποιον στο πεδίο τής μάχης, συγκρούομαι («οὐ γὰρ καλὰ συνοισόμεθα», Ομ. Ιλ.)ζ) έχω φιλικές σχέσεις («οὐκ ἂν οὖν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι», Ηρόδ.)η) βρίσκομαι σε αρμονία, ταιριάζω («ἔργῳ τοὔνομα συμφέρεται», Καλλ.)θ) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη («ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῇ συμφέρωνται», Πλάτ.)ι) προσαρμόζομαι σε κάτι («συμφέρομαι τοῑς παροῡσιν», Πλάτ.)ια) ανταποκρίνομαι, μοιάζω («συμφέρεται τὰ πολλὰ τοῑς πολλοῑς», Ευρ.)ιβ) γίνομαι, αποβαίνω («οὐδὲν γὰρ σφι χρηστὸν συνεφέρετο», Ηρόδ.)ιγ) απρόσ. συμφέρεταισυμβαίνει, αποβαίνει («συμφέρεται ἐπὶ τὸ ἄμεινον», Ηρόδ.)12. φρ. «συμφέρομαι γνώμῃ ὥστε» — συμφωνώ να... («οἱ Σικελιῶται... συνηνέχθησαν γνώμη ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῡ πολέμου», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.